φέριστος

φέριστος
και φέρτιστος, -ίστη, -ον, Α
φέρτατος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ-ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher- τού ρ. φέρω* με την κατάλ. -ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ-ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής bairišta «εσύ που υποστηρίζεις το καλύτερο». Ο τ. φέριστος έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου σιγμόληκτου ουδ. *φέρος (κατά το σχήμα: κράτιστος: κράτος, κύδιστος: κῦδος), από το οποίο έχουν προέλθει και τα σύνθ. σε -φερής (βλ. και λ. φέρω). Το επίθ. φέριστος είναι ποιητ. τ. ο οποίος απαντά κυρίως στην κλητική ως προσφώνηση και στον τ. τής αιτ. στη φρ. φέριστον ἄνδρα σε στίχο τής Ιλιάδας (για τον σχηματισμό τού τ. και για τη σημ. σε σχέση με το ρ. φέρω, βλ. λ. φέρτερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φέριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέριστον — φέριστος masc acc sg φέριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερίστη — φέριστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερίστην — φέριστος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερίστης — φέριστος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερίστοις — φέριστος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερίστους — φέριστος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέριστα — φέριστος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέριστε — φέριστος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέριστοι — φέριστος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”